στρατοδικείο
Greek Monolingual
το, Ν
(νομ.-στρ.) διαρκές στρατιωτικό δικαστήριο συγκροτημένο μόνον από αξιωματικούς της στρατιωτικής δικαιοσύνης ή από αυτούς και από μάχιμους, το οποίο εκδικάζει αξιόποινες πράξεις και παραλείψεις τών στρατιωτικών, υπό ομαλές πολιτικές περιστάσεις, ενώ σε έκτακτες καταστάσεις, όπως λ.χ. μετά από κήρυξη στρατιωτικού νόμου, δικάζει τις αξιόποινες πράξεις και απλών πολιτών (α. «τακτικό στρατοδικείο» β. «έκτακτο στρατοδικείο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + -οικείο (< -δίκης < δίκη). Η λ., στον λόγιο τ. στρατοδικεῖον, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].