στρουθιασμός

English (LSJ)

ὁ,= Lat. petigo, scab, Glossaria.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
ψώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + κατάλ. -ιασμός (< ρ. σε -ιάζω)].