στῆμεν

Greek (Liddell-Scott)

στῆμεν: στήμεναι, Ἐπικ. ἀπαρ. ἀορ. β΄ τοῦ ἵστημι.

Greek Monotonic

στῆμεν: στήμεναι, Επικ. απαρ. αορ. βʹ του ἵστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στῆμεν, στήμεναι ep. inf. stamaor. van ἵσταμαι (ἵστημι).