συμμιαίνω

English (LSJ)

defile together with, τινι LXX Ba.3.10, J.BJ4.6.3.

German (Pape)

[Seite 982] mit. od. zugleich besudeln, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

συμμιαίνω: μιαίνω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 6, 3, Ἑβδ. (Βαροὺχ Γ΄, 10).

Greek Monolingual

Α μιαίνω
μιαίνω κάτι από κοινού με άλλον.