συμπολίτευση

Greek Monolingual

η / συμπολίτευσις, -εύσεως, ΝΜΑ συμπολιτεύομαι
νεοελλ.
το σύνολο τών βουλευτών που ανήκουν στην κυβερνητική παράταξη
μσν.
μτφ. η επίγεια ζωή του Ιησού Χριστού, το ότι έζησε ως άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους
αρχ.
η ιδιότητα του συμπολίτη, το να είναι κανείς πολίτης του ίδιου κράτους με άλλον.