συμπολῖτις
German (Pape)
[Seite 989] ιδος, ἡ, fem. von συμπολίτης, Mitbürgerinn, D. Sic.
Greek Monolingual
-ίτιδος, ἡ, ΜΑ
βλ. συμπολίτης.
Russian (Dvoretsky)
συμπολῖτις: ιδος ἡ согражданка Diod.
[Seite 989] ιδος, ἡ, fem. von συμπολίτης, Mitbürgerinn, D. Sic.
-ίτιδος, ἡ, ΜΑ
βλ. συμπολίτης.
συμπολῖτις: ιδος ἡ согражданка Diod.