συμποσοῦμαι, -όομαι, ΝΜΑ, και ενεργ. τ. συμποσῶ, -όω, ΜΑανέρχομαι, φτάνω σε κάποιο ποσό («τα ελλείμματα συμποσούνται σε 10 δισεκατομμύρια»)μσν.-αρχ.ενεργ. μετράω μαζί, υπολογίζω σε ενιαίο ποσό.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ποσῶ / ποσοῦμαι (< ποσός/ποσόν)].