συμψιθυρίζω

English (LSJ)

whisper with, τισι Plu.2.519f.

German (Pape)

[Seite 994] mit, zusammen flüstern, τινί, Plut. de curios. 9.

French (Bailly abrégé)

chuchoter avec, τινι.
Étymologie: σύν, ψιθυρίζω.

Russian (Dvoretsky)

συμψῐθῠρίζω: шептаться, шушукаться (τινί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συμψῐθῠρίζω: ψιθυρίζω μετά τινος, τινὶ Πλούτ. 2. 519F.

Greek Monolingual

Α ψιθυρίζω
ψιθυρίζω μαζί με κάποιον.