συνάρτηση

Greek Monolingual

η / συνάρτησις, -ήσεως, ΝΜΑ συναρτῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συναρτώ, σύνδεσησυνάρτησις τῶν φλεβῶν καὶ νεύρων», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. μτφ. αμοιβαία εξάρτηση ενός πράγματος από ένα άλλο, αλληλεξάρτηση («το ότι αρρώστησε είναι συνάρτηση της ακατάστατης ζωής που έκανε μέχρι τώρα»)
2. μαθημ. η αντιστοίχηση ανάμεσα στα στοιχεία ενός συνόλου Χ και τα στοιχεία ενός άλλου συνόλου, Υ, έτσι ώστε κάθε στοιχείο του Χ να αντιστοιχεί σε ένα και μόνο στοιχείο του Υ
3. φρ. α) «ειδικές συναρτήσεις»
μαθημ. κατηγορία συναρτήσεων που χρησιμοποιούνται συχνά στα μαθηματικά, στη φυσική και σε άλλους κλάδους της επιστήμης και της τεχνολογίας και που προκύπτουν ως λύσεις διαφορικών εξισώσεων
β) «στοιχειώδεις συναρτήσεις»
μαθημ. οι πολυωνυμικές, ρητές, εκθετικές, λογαριθμικές, υπερβολικές, τριγωνομετρικές συναρτήσεις και οι αντίστροφές τους
γ) «χώροι συναρτήσεων»
μαθημ. χώροι τών οποίων στοιχεία είναι συναρτήσεις
αρχ.
1. συμπλοκή, συνδυασμός λέξεων
2. (σχετικά με μηχανήματα) συναρμογή
3. (λογ.) α) το αναγκαίο αποτέλεσμα
β) (για όρους υποθετικών προτάσεων) επαλήθευση συμπεράσματος που βασίζεται σε υποθέσεις.