συναιρώ
Greek Monolingual
συναιρῶ, συναιρέω, ΝΜΑ αἱρῶ
1. κάνω συναίρεση δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου (α. «το ο και το ου συναιρούνται» β. «τὸ ε και το ᾱ συναιροῦνται εἰς η», Απόλλ. Δύσκ.)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνηρημένος, -η, -ο(ν)
αυτός που έχει υποστεί συναίρεση (α. «συνηρημένα ουσιαστικά» β. «συνηρημένα επίθετα» γ. «συνηρημένα ρήματα» — συζυγία ρημάτων τών οποίων τα α, ε, και ο του θέματος συναιρούνται κατά την κλίση)
αρχ.
1. συλλαμβάνω, συνάγω, μαζεύω («χλαῖναν μὲν συνελὼν καὶ κώεα», Ομ. Οδ.)
2. (σχετικά με τον νου) αντιλαμβάνομαι («ὁ δὲ Ἆγις, ὥς φασι, χρόνον [μὲν] λογισμῷ τὸ πρᾶγμα συνελών», Πλούτ.)
3. καταλαμβάνω («ἀλλὰ ταῦτα ξυνῄρει καὶ τὰ πάσῃ διαίτῃ θεραπευόμενα [ἡ νόσος]», Θουκ.)
4. συνάγω, συμπεραίνω («δεῖ συναιρεῖν ἐκ πάντων τούτων ὅτι...», Πρόκλ.)
5. βραχύνω, συντέμνω («ἡ πεπρωμένη συνῄρει τὸν ὑπὸ τῆς φύσεως αὐτῷ συγκεχωρημένον τοῦ ζῆν χρόνον», Διόδ.)
6. συστέλλω, περιορίζω («αὔξοντας καὶ συναιροῦντας τὸν τοῦ τρώματος κύκλον», Φίλ.)
7. (σχετικά με τον λόγο) συντομεύω
8. παρασύρω εντελώς
9. (κυριολ. και μτφ.) εξαλείφω κάθε ίχνος, εκμηδενίζω, καταστρέφω
10. (σχετικά με ανθρώπους) θανατώνω («τὸ φάρμακον καίτοι θανάσιμον ὂν οὐ συνεῖλεν αὐτόν», Δίων Κάσσ.)
11. φέρω εις πέρας, τελειώνω («ὡς ἡμέραις δυσὶ συναιρήσων τὴν πολιορκίαν», Πλούτ.)
12. (σχετικά με διάστημα ή απόσταση) διανύω («ταχὺ συναιρεῖν πολλὴν ὁδόν», Πλούτ.)
13. συνεργώ σε κατάκτηση («συστρατεύεσθαί τε δὴ ἐπὶ Σύβαριν Δωριέας καὶ συνελεῖν τὴν Σύβαριν», Ηρόδ.)
14. εκλέγω κάποιον συγχρόνως με άλλον
15. μέσ. συναιροῦμαι, -έομαι
αρπάζω («συνελόμενος σκαφεῖον», πάπ.)
16. φρ. α) «εἰς ἓν λογισμῷ ξυναιρούμενον» — με τον συλλογισμό φθάνει σε ένα συμπέρασμα (Α
ριστοτ.)
β) «συνελὼν λέγω» — λέω συντόμως
γ) «συνελόντι» — με μια λέξη, συντόμως.