συνεκκλέπτω
English (LSJ)
help to steal away, E.Tr.1018, Hel.1370; σ. γάμους help in concealing it, Id.El.364.
German (Pape)
[Seite 1012] mit od. zugleich herausstehlen, heimlich bewerkstelligen; γάμους Eur. El. 364, vgl. Troad. 1018.
French (Bailly abrégé)
1 aider à dérober en même temps;
2 éluder de concert avec.
Étymologie: σύν, ἐκκλέπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εκκλέπτω helpen heimelijk weg te gaan: Eur. Tr. 1018 helpen verborgen te houden:. πόσιν παρόνγτα dat mijn echtgenoot aanwezig is Eur. Hel. 1370; σ. γάμους het huwelijk Eur. El. 364.
Russian (Dvoretsky)
συνεκκλέπτω: помогать укрыть (γάμους Eur.): σὲ δ᾽ ἐπὶ ναῦς Ἀχαϊκὰς πέμψω συνεκκλέψασα Eur. я помогу тебе тайком пробраться к ахейским кораблям.
Greek Monolingual
Α
1. συνεργώ σε κλοπή («σὲ δ' ἐπὶ ναῦς Ἀχαϊκὰς πέμψω συνεκκλέψασα», Ευρ.)
2. φρ. «συνεκκλέπτω γάμους» — βοηθώ στην απόκρυψη τών γάμων (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκλέπτω «κλέβω και παίρνω μακριά»].
Greek Monotonic
συνεκκλέπτω: μέλ. -ψω, συνεργώ σε κλοπή, κλέβω κι απομακρύνομαι, σε Ευρ.· συνεκκλέπτω γάμους, βοηθώ στην απόκρυψη γάμου, συγκαλύπτω, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκκλέπτω: ἀπὸ κοινοῦ ἐκκλέπτω, κλέπτω καὶ φεύγω, Εὐρ. Τρῳ. 1018, Ἑλ. 1370· σ. γάμους, βοηθῶ εἰς ἀπόκρυψιν, ὁ αὐτ. ἐν Ἡλ. 364.
Middle Liddell
fut. ψω
to help to steal away, Eur.; ς. γάμους to help in concealing the marriage, Eur.