συνενοχή

Greek Monolingual

η, Ν
1. ενοχή πολλών ατόμων για την ίδια αιτία
2. (νομ.) κοινή υπαιτιότητα σε αξιόποινη πράξη («αποδείχθηκε η συνενοχή του στο έγκλημα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνένοχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ε. Β. Δελβινιώτη].