συνεξισόω

English (LSJ)

equalize, τοῖς μεγέθεσι τοὺς λόγους D.H. Pomp.5:—Pass., Id.10.16, D.S.2.10, IG12(2).58b7 (Mytil.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεξῐσόω: ἐξισόω, ποιῶ τι ἴσον πρός τι, τινί τι Διον. Ἁλ. πρ. Πομπ. 5. ― Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι ἐντελῶς ἴσος, ὁ αὐτ. 10. 16, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2167d. 7.

Russian (Dvoretsky)

συνεξισόω: приравнивать, уравнивать (συνεξισούμενός τινι Diod., Sext.).

German (Pape)

mit od. zugleich ausgleichen; DS. 2.10; συνεξισούμενόν τινι, S.Emp. adv.gramm. 167.