συνθετέον

English (LSJ)

one must compound, Pl.Cra.434b, Arist.Pol.1294a35.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θετέον [συντίθημι] adj. verb. van συντίθημι er moet samengesteld worden.

Russian (Dvoretsky)

συνθετέον: adj. verb. к συντίθημι.

Greek (Liddell-Scott)

συνθετέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ συντίθημι, δεῖ συντιθέναι, ἔστι δὲ ἐξ ὧν συνθετέον στοιχεῖα; Πλάτ. Κρατύλ. 434Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 9, 1, Γεωπον. 14. 7. 11.

Greek Monotonic

συνθετέον: ρημ. επίθ. του συντίθημι, αυτό που πρέπει κάποιος να συνθέσει, να συντάξει, σε Πλάτ.