συντίμησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, valuation, PRev.Laws 24.11 (iii B.C.), PCair.Zen.300.3 (iii B.C.), LXX Le.27.18, 4 Ki.12.4, PGnom.70 (ii A.D.), POxy.1764.7 (iii A.D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

συντίμησις: [ῑ], ἡ, ἐκτίμησις ἀξίας, τιμή, Ἑβδ. (Λευ. ΚΖ΄, 18, Δ΄ Βασιλ. ΙΒ΄, 4).

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α συντιμῶ
εκτίμηση αξίας.

German (Pape)

[τῑ], ἡ, Schätzung, Wert, Preis, LXX.