συντελικός

English (LSJ)

συντελική, συντελικόν,
A belonging to (cf. συντέλεια II.3, συντελέω 111.2), Πατρεῖς καὶ τὸ μετὰ τούτων συντελικόν Plb.38.16.4; συντελικὰ χρυσία gold paid by a body of persons paying tax jointly, PMasp.4.15 (vi A.D.); contributory, Simp. in Cat.373.1; ὅσα σ. τῆς τροπῆς the effectively completing parts of the metaphor, Hermog.Inv.4.10.
II Gramm., τὸ σ. the aorist, Phryn.315, Id.(?) in PLit.Lond. 183, Sch.A Il.21.33; διάθεσις σ. prob. in A.D.Synt.70.9; περὶ σ. ἀξιωμάτων, title (dub. sens.) of work by Chrysippus, Stoic.2.5. Adv. συντελικῶς Sch.All.9.578, Sch. T Il.1.600, Apollon.Lex. s.v. ἰών.
2 ὁ παρακείμενος καλεῖται ἐνεστὼς σ. the perfect is called the completed present, Sch.D.T.p.251 H., cf. Choerob. in Theod.2.12 H.
3 στάσις σ., = conjectura, Athenaeus ap.Quint.Inst.3.6.47.

German (Pape)

ή, όν, dem συντελής od. zum συντελής gehörig; τὸ συντελικόν, Alle, welche eine gemeinschaftliche Abgabe zu entrichten haben, = συντέλεια, Pol. 40.3.4.
Bei den Gramm. χρόνος συντελικός, tempus perfectum, auch ῥῆμα συντ. und στάσις συντ., status facti seu praeteriti et consummati, Quint. 3.6.46.

Russian (Dvoretsky)

συντελικός:
1 касающийся податного обложения, податной (см. συντελικόν);
2 грам. прошедший, выраженный в прошедшем (законченном) времени (ἀξιώματα Diog. L.).
II ὁ грам. (sc. χρόνος) прошедшее (законченное) время, перфект.

Greek (Liddell-Scott)

συντελικός: -ή, -όν, (συντελὴς ΙΙ.) ὑποκείμενος εἰς πληρωμὴν εἰσφορῶν, τὸ μετὰ τούτων συντελικὸν = συντέλεια ΙΙ, σῶμαἄθροισμα πολλῶν προσώπων ἀπὸ κοινοῦ τελούντων φόρους, Πολύβ. 40. 3. 4. ΙΙ. τέλειος, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 7. 190· ― παρὰ τοῖς γραμμ., χρόνος σ., ὁ παρακείμενος ῥῆμα σ. verbum perfectum· στάσις σ. status facto seu praeteriti et consummati, Quintil. 3. 6, 46· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀπολλ. Λεξικ. 93. 32, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 578, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συντελικός, -ή, -όν, ΝΑ συντελῶ
νεοελλ.
φρ. «συντελικοί χρόνοι» — οι χρόνοι που σημαίνουν κάτι που έχει συντελεστεί, δηλαδή ο παρακείμενος, ο υπερσυντέλικος και ο συντελεσμένος μέλλοντας
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συντέλεια ή στον συντελή
2. αυτός που συνεργεί σε κάτι
3. το ουδ. ως ουσ. το συντελικόν
α) η συντέλεια
β) ο αόριστος
4. φρ. α) «ἐνεστὼς συντελικός» — ο παρακείμενος (Σχολ. Δίον.)
β) «στάσις συντελική» — προσυμφωνημένη στάση Αθήν.
γ) «συντελικὰ χρυσία» — χρυσία τα οποία καταβάλλονται από κοινού πάπ.
δ) «διάθεσις συντελική» — πεπερασμένη διάθεση (Απολλ. Δύσκ.)
ε) «Περὶ συντελικῶν ἀξιωμάτων» — τίτλος έργου του Χρυσίππου (Στωικ.)
επίρρ...
συντελικῶς Α
συντελεστικῶς.