συρρικνώνω

Greek Monolingual

Ν
1. ζαρώνω, μαζεύω
2. μτφ. περιορίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ρικνώνομαι «γίνομαι ρικνός, ζαρώνω». Η λ., στον λόγιο τ. συρρινοῦσθαι, μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο].