σφυρηλασία

Greek (Liddell-Scott)

σφῡρηλασία: ἡ, = σφυρηλάττησις, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

η, ΝΑ σφυρηλατῶ
κατεργασία μετάλλων με σφύρα
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) σφυροκόπημα
2. τεχνολ. η σφυρηλάτηση
3. μτφ. διάπλαση, διαμόρφωση χαρακτήρα.