Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σωματολογία
Greek Monolingual
η, Ν ανθρωπολ.κλάδος της ανθρωπολογίας ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη του ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. somatology<σώμα, σώματος+ -λογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον Άνθ. Γαζή].