σωματομετρία

Greek Monolingual

η, Ν
το σύνολο τών μεθόδων μέτρησης του ανθρώπινου σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. somatometry (< σώμα, σώματος + -μετρία)].