Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σύνεργο
Greek Monolingual
το / σύνεργον, ΝΜΑ 1.εργαλείο 2.στον πληθ.τα σύνεργα το σύνολο τών εργαλείων τεχνίτη αρχ. πληθ. τα χειροποίητα διακοσμητικά στοιχεία, τα στολίδια υφάσματος ή ενδύματος. [ΕΤΥΜΟΛ.< ουδ. του επιθ. σύνεργος (βλ. λ.συνεργός)].