τέσσαρες

English (LSJ)

οἱ, αἱ, τέσσαρα, τά, gen. ων: dat. τέσσαρσι (ν) Th.2.21, Act.Ap.12.4, etc.; poet. τέτρᾰσι Hes.Fr.188, Pi.O.8.68, al., and in late Prose, as LXX Jd.9.34, Str.13.1.3, Hermog.Meth.29, Alex.Aphr.in Top.208.12,in Sens.54.18, PSI10.1126.9 (iii A.D.), v.l. in Act.Ap.11.5 (cod. D), and in good codd. of Arist.IA704a11, al., Theol.Ar.19, etc.; also τέταρσι SIG729.3 (Delph., i B.C.), PSI9.1028.10 (i A.D.):—Att. τέττᾰρες, τέττᾰρα, dat. τέτταρσιν Isoc.12.3; also τάρων (v. τάρες) for τεττάρων; Phocian dat. τεττάροις IG9(1).32.78 (Stiris, ii B.C.):—Ion. and later Gr. τέσσερες, τέσσερα, SIG57.25 (Milet., v B.C.), Schwyzer 289.120 (Rhodian, ii B.C.), etc. (dat. τέσσερσι Hdt.6.41, τεσσέρασιν SIG633.98 (Milet., ii B.C.)), but τέσσαρες in Hom., and Schwyzer707 B 4 (Ephesus, vi B.C.), etc.: codd. of LXX have τέσσαρες (nom. and acc.), τεσσάρων, τέσσαρσι, but τέσσερα (ς), τεσσεράκοντα; since however τέσσερα (ς) and τεσσεράκοντα, apart from Ion., are not common in Papyri before ii A.D., the LXX autographs prob. had τέσσαρα (ς) and τεσσαράκοντα; the form τέσσερα (ς) is here due to avoidance by the copyists of the sequence ε-α-α:—Dor. τέτορες, τέτορα, Hes.Op. 698, Phoc.3, Simon.91, Epich.149, SIG240I8 (Delph., iv B.C.), al., Theoc.14.16:—Ep. (prob. Aeol.) πίσῠρες [ῐ] Od.5.70, 16.249, A.R. 2.1110, Nic.Th.182; acc. πίσῠρας Od.22.111, Il.15.680, al., Call.Dian. 105, IGRom.4.360.26 (Pergam., ii A.D.); gen. πισύρων Dam.Isid.290 (metrical?), prob. in Hsch.; dat. πισύρεσσι, πισύροισι, -ῃσι, -αις, Nonn. D. 16.119, 38.176, 236, 39.377, AP14.7.4: Aeol. also πέσῠρες, neut. πέσῠρα Epigr.Gr.988.6 (Balbilla); and πέσσῠρες, πέσσῠρα, Hsch.:—Boeot. πέττᾰρες, α (q.v.):—four, Od.9.335, etc.; διὰ τεττάρων the musical interval of the fourth, Damox.2.55, etc.; τὰ τέσσαρα the four simple bodies of Empedocles, Plot.6.2.2; the four kinds of quality or four Aristotelian senses of ποιόν, Id.6.1.10; the four cardinal principles of Epicurus (cf. τετραφάρμακος), Phld.Herc.1251.11. (Cf. Skt. catvā́ras (acc. catúras), Lat. quattuor, Lith. keturì, etc.: I.-E. qu̯etu̯or-.)

German (Pape)

[Seite 1095] οἱ, αἱ, τέσσαρα, τά, gen. τεσσάρων, dat. τέσσαρσι, und poet. τέτρασι, Hes. Irg. 47, 5 Pind. Ol. 8, 68. 11, 69; att τέτταρες, ion. τέσσερες, dor. τέττορες und τέτορες, aber Pind. hat τέσσαρες, N. 2, 19. 3, 74, äol. πίσυρες; – vier; Hom. Il. 2, 618. 18, 578 und sonst, der neben der gew. auch die äol. Form πίσυρες hat (s. oben); Pind. Ol. 11, 69 u. öfter; Tragg. u. in Prosa. – Als sehr geringe Zahl gebraucht, Ar. Ach. 2. – Zuweilen wird es indeklinabel gebraucht, z. B. τέσσαρες als dat., Lob. Phryn. 409.

French (Bailly abrégé)

ες, α ; gén. άρων, dat. αρσι, acc. αρας, ας, α;
quatre.
Étymologie: p. *τέτϜαρες, myc. qetore, lat. quatuor, skr. katvaras.

Russian (Dvoretsky)

τέσσᾰρες: ион. τέσσερες, атт. τέττᾰρες, дор. τέττορες и τέτορες, эп.-эол. πίσῠρες, α (dat. τέσσαρσι - ион. τέσσερσι, Hes. и поздн. τέτρᾰσι) четыре, четверо Hom. etc.

Greek (Liddell-Scott)

τέσσᾰρες: οἱ, αἱ, τέσσαρα, τά, γενικ. ων· δοτικ. τέσσαρσι Θουκ. 2. 21, Ξεν., κλπ.· ποιητικ. τέτρᾰσι Ἡσ. Ἀποσπ. 47. 5, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις· ― νεώτερ. Ἀττ. τέττᾰρες, τέττᾰρα· καὶ τάρων ἀντὶ τεττάρων, Ἄμφις ἐν «Πλάνῳ» 1. 11· ― παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις, τέσσερες, τέσσερα, δοτικ. τέσσερσι Ἡρόδ. 6, 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 2741. 15, κ. ἀλλ. ― Δωρικ. τέτορες, τέτορα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 696, Φωκυλ. 3, Σιμωνίδ. 91, Ἐπίχ. 100 Ahr., Συλλ. Ἐπιγρ. 1690. 10, κ. ἀλλ. ― Αἰολικ. καὶ Ἐπικ. πίσυρες, πίσυρα Ἰλ. Ο. 680, Ὀδ. Ε. 70· ― Βοιωτ. πέτταρες, α, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569. 38. Τέσσαρες, κοινῶς «τέσσερες», Ὅμηρ., κλπ. πρβλ. διαπασῶν. (Πρὸς τὸ τέσσαρες, πρβλ. Σανσκρ. Ќatur, Ќatvâr-as· Λατ. quatuor (Ὀσκ. petur, πρβλ. Αἰολικ. πίσυρες, Οὐαλλικ. pedwar)· Λιθ. ketur-i· Γοτθ. fidvôr· Ἀρχ. Γερμαν. fior (vier, Ἀγγλ. four)· πρβλ. τέταρτος ἐν τέλει.

English (Autenrieth)

four.

Spanish

cuatro

English (Strong)

or neuter tessara a plural number; four: four.

English (Thayer)

(τεσσερ() (τετρα() in composition equivalent to τετορα, Aeolic (Doric rather) for τέσσαρα.

Greek Monolingual

τέσσαρα, ΝΜΑ
άκλ. (λόγιος τ.) (απόλ. αριθμτ.) βλ. τέσσερεις.

Greek Monotonic

τέσσᾰρες: οἱ, αἱ, τέσσαρα, τά, γεν. τεσσάρων· δοτ. τέσσαρσι, ποιητ. τέτρᾰσι· μεταγεν. Αττ. τέττᾰρες, τέττᾰρα· στους Ιων. πεζογράφους, τέσσερες, τέσσερα, δοτ. τέσσερσι· Δωρ. τέτορες, τέτορα· Αιολ. και Επικ. πίσυρες, πίσυρα· Βοιωτ. πέτταρες· τέσσερις, Λατ. quatuor, σε Όμηρ. κ.λπ.

English (Slater)

(τέσσᾰρες, τεσσᾰρων, τέτρᾰσι(ν), τέσσαρας.) four ἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον (O. 8.68) ἀν ἵπποισι δὲ τέτρασιν (O. 10.69) τέτρασι δ' ἔμπετες ὑψόθεν σωμάτεσσι (P. 8.81) τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν (N. 2.19) ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰὼν (cf. Dodds on Plato, Gorgias 451e) (N. 3.74) τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν (I. 4.17) δὴ τότε τέσσαρες ὀρθαὶ πρέμνων ἀπώρουσαν χθονίων κίονες fr. 33d. 5.

Middle Liddell

τέσσᾰρες, οἱ, αἱ, τέσσαρα, ων, τά,
four, Lat. quatuor, Hom., etc.

Frisk Etymology German

τέσσαρες: -α (Hom. [attizistisch für τέσσερες? Wackernagel Unt. 13] u. a.),
{téssares}
Forms: att. τέτταρες, ion. ark. hell. τέσσερες, dor. nw. gr. τέτορες, äol. (Hom.) πίσυρες, lesb. πέσ(σ)υρες, böot. πέτταρες
Meaning: vier
Composita: Als Vorderglied in τεσσαράκοντα, att. τετταράκοντα, ion. hell. τεσσεράκοντα, dor. τετρώκοντα vierzig; auch in τεσσαράβοιος vier Rinder wert (Ψ 705; Risch Mus. Helv. 2, 19) u.a. Dafür sehr oft τετρα-, z.B. τετράκυκλος vierräderig (Hom. usw.), τετρακόσιοι, dor. -κάτιοι vierhundert; myk., z.B. qe-to-ro-we = τετρωες mit vier Ohren.
Derivative: Davon das Ordinale τέταρτος, ep. auch τέτρατος, böot. πέτρατος der vierte mit τεταρταῖος (Theok. τετόρταιος) am vierten Tage eintreffend (ion. att.), m. (sc. πυρετός) als Fieberart Quartana (Strömberg Wortstud. 74ff.). Kollektiva: τετράς (böot. πετράς) f. Periode von vier Tagen, Vierzahl, gew. der vierte Tag des Monats (seit h. Merc., Hes.); τετρακτύς, -ύος f. Vierzahl (Pythag.). Zahladverb τετράκις (seit ε 306; böot. π-), posthom. auch -κι viermal. Weitere Adverbia: τέτραχα, -χῆ, -χόθι, -χῶς u.a. (ion. att.); auch -χθά (Hom.); dazu Adj. τετραξός (Arist.), -ασσός (sp. Pap.), wie διξός, δισσός usw. — Weitere Einzelheiten m. Lit. Schwyzer 589 f., 597 f.
Etymology: Das idg. Zahlwort für vier hatte eine sehr verwickelte Flexion, die sich an Hand der einzelsprachlichen Zeugnisse im großen und ganzen restituieren läßt. Für das Griech. kommen folgende Formen besonders in Betracht. Nom. *qʷetu̯ores in τέτορες mit τ statt σσ, ττ nach τέτρασι u.a. (anders Fraenkel Phil. 97, 162); damit identisch arm. č̣ork‘, toch. A śtwar, B śtwer; mit Länge des ō aind. catvā́rah, got. jidwor, mit sekund. a in der Anfangssilbe lat. quattuor. Akk. *qʷeturn̥s in πέσυρας = aind. catúraḥ, lit. keturì, got. fidur-, z B fidur-dogsτεταρταῖος’; dazu neuer Nom. πέσυρες, wozu mit Reduktionsvokal πίσυρες (vgl. Pisani Ist. Lomb. 73: 2, 5). Lok. *qʷetu̯r̥su in Dat. τετράσι (neben aind. catúrṣu nach catúraḥ). Ordinale *qʷetu̯r̥-tos in τέτρατος, τέταρτος = lit. ketuĩrtas, toch. A śtärt, B śtarte (vgl. v. Windekens Orbis 16, 473) neben aind. caturtháḥ. — In τέσσερες kann wie im Kollektiv lit. ketverì, aksl. četverъ, idg. *qʷetu̯eres erhalten sein; nach anderer Auffassung (z.B. Bechtel Dial. 3, 156 f.) dagegen τέσσερες durch Vokalassimilation aus τέσσαρες, dessen α (statt ο) jedenfalls eine sekundäre Schwachstufe enthält (vgl. τέταρτος). Unklar τετρώκοντα (vgl. lat. quadrāginta?). — Weitere Einzelheiten m. Lit. bei Schwyzer a. O. und bei Szemerényi Numerals 15ff., 79 ff., 115ff.; für Hom. auch Chantraine Granun. hom. 1, 25, 114, 260; für die übrigen Sprachen außer Spezialwörterbüchern und Grammatiken noch WP. 1, 512, Pok. 642 ff. — Vgl. auch τράπεζα und τρυφάλεια.
Page 2,883-884

Chinese

原文音譯:tšssarej 帖沙雷士
詞類次數:形容詞(42)
原文字根:四 相當於: (אַרְבַּע‎)
字義溯源:四*,四個班
同源字:1) (γεννάω)十和四 2) (τεσσαράκοντα / τεσσεράκοντα)四十 3) (τεσσαρακονταετής / τεσσερακονταετής)四十年的 4) (τέσσαρες)四 5) (τεσσαρεσκαιδέκατος)第十四 6) (τεταρταῖος)關於第四天 7) (τέταρτος)第四 8) (τετράγωνος)四角的 9) (τετράδιον)四人一班 10) (τετρακισχίλιοι)四乘一千 11) (τετρακόσιοι)四百 12) (τετράμηνος)四個月 13) (τετραπλόος / τετραπλοῦς)四倍的 14) (τετράπους)四足走獸 15) (τετραρχέω)作四分領太守 16) (τετράρχης)四分之一領土的統治者
出現次數:總共(41);太(1);可(2);路(1);約(2);徒(6);啓(29)
譯字彙編
1) 四(25) 太24:31; 可13:27; 路2:37; 約11:17; 約19:23; 徒10:11; 徒11:5; 啓5:6; 啓5:8; 啓5:14; 啓6:1; 啓6:6; 啓7:1; 啓7:1; 啓7:4; 啓7:11; 啓9:13; 啓14:1; 啓14:3; 啓14:3; 啓15:7; 啓19:4; 啓19:4; 啓20:8; 啓21:17;
2) 四個(8) 徒21:9; 徒21:23; 徒27:29; 啓4:4; 啓4:6; 啓4:8; 啓9:14; 啓9:15;
3) 四位(6) 啓4:4; 啓4:10; 啓5:8; 啓7:1; 啓7:2; 啓11:16;
4) 四個班(1) 徒12:4;
5) 四個人(1) 可2:3

Léxico de magia

tb. δʹ cuatro a) dioses y elementos divinos σύ, ὁ ὑπηρέτης τῶν δʹ καλῶν θεῶν καὶ ἐνδόξων tú, el servidor de los cuatro dioses hermosos y gloriosos P LIX 5 ὁρκίζω ὑμᾶς κατὰ τῶν τεσσάρων εὐαγγελίων τοῦ υἱοῦ os conjuro por los cuatro Evangelios del Hijo C 10 1 b) aspectos cosmogónicos δεῦρό μοι, ὁ ἀνατέλλων ἐκ τῶν τεσσάρων ἀνέμων aquí a mí, el que surge desde los cuatro vientos P IV 1606 P IV 3067 P XII 59 P XII 238 P XIII 761 ἐξορκίζω σε κατὰ τῶν τεσσάρων κλιμάτων τοῦ κόσμοῦ te conjuro por las cuatro regiones del cosmos P VII 481 φανήτω ὁ <ποιήσας> τὰ τέσσαρα μέρη τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὰ τέσσαρα θεμείλια τῆς γῆς que se muestre el que hizo las cuatro partes del cielo y los cuatro cimientos de la tierra P VII 552 P XII 68 ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι, ... οἱ ἀνατέλλοντες τὸ φῶς ἐκ τῶν τεσσάρων γωνιῶν τοῦ κόσμου ángeles, arcángeles, los que hacéis salir la luz de las cuatro esquinas del cosmos C 15a 9 c) una figura ἐχέτω δὲ ἐξηπλωμένα πτερὰ τέσσαρα que tenga cuatro alas desplegadas P IV 3136 λαβὼν ὀθόνιον καθαρὸν καὶ ... ζμύρνῃ γράψον εἰς αὐτὸ ἀνθρωποειδὲς ζῴδιον καὶ πτερὰ δʹ toma un trozo de lino limpio y pinta en él con tinta de mirra una figura con forma humana y cuatro alas P XII 123 d) objetos ποίησον κέρατα δʹ, ἐφ' οἷς ἐπιτίθης ξύλα κάρπιμα haz cuatro cuernos, sobre los que has de colocar madera de árboles frutales P XII 29 e) ref. a cantidades, en recetas ἔστιν δὲ καὶ τοῦ μελανίου ἡ σκευή· τρωγλῖτις ζμύρνα δραχμαὶ δʹ, ἰσχάδας Καρικὰς γʹ ésta es también la preparación de la tinta: cuatro dracmas de mirra troglitis, tres higos secos de Caria P I 244 ἡ ἀναγραφή· ζμύρνης δραχμὴ αʹ, μίσυος δραχμαὶ δʹ, χαλκάνθου δραχμαὶ βʹ la fórmula: una dracma de mirra, cuatro de trufa, dos dracmas de sulfato de cobre P XII 400 ἐπίθυμα τῆς πράξεως· λιβάνου δραχμαὶ δʹ, ζμύρνης δραχμαὶ δʹ, κασίας φύλλου ofrenda de la práctica: cuatro dracmas de incienso, cuatro dracmas de mirra, una hoja de casia P IV 1309 ἔστιν τὸ ἐπίθυμα τὸ ἐμψυχοῦν τὸν Ἔρωτα καὶ ὅλην τὴν πρᾶξιν· μάννης δραχμαὶ δʹ, στύρακος δραχμαὶ δʹ esta es la ofrenda que anima a Eros y a toda la práctica: cuatro dracmas de polvo de incienso, cuatro de estoraque P IV 1832 λαβὼν κηροῦ οὐγκίας δʹ, ἄγνου καρποῦ οὐγκίας ηʹ toma cuatro onzas de cera y ocho onzas del fruto del agnocasto P IV 1878 ξηρίον ὀξυδορκικόν· κρόκου (δραχμαὶ) δʹ, ἀλόης (δραχμαὶ) βʹ polvo desecativo que aumenta la visión: cuatro dracmas de azafrán, dos de áloe SM 94 5 f) ref. a longitudes λαβὼν καρδάμινον ξύλον δακτύλων δʹ ποίησον... toma un tronco de berro mastuerzo de cuatro dedos de largo y haz... P III 165 (fr. lac.) ἀπένεγκας αὐτὸ εἰς ἀώρου μνῆμα ὄρυξον ἐπὶ δʹ δακτύλους καὶ ἔνθες llévalo (el papiro) a una tumba de un muerto prematuro, haz un hoyo de cuatro dedos y ponlo dentro P V 333

Lexicon Thucydideum

quatuor, four, 1.13.3. 1.27.2. 1.116.1, 1.117.1, [vulgo commonly τεσσαρεσκαίδεκα]. 2.2.1, 2.21.90, 97, 4.13.2. 4.57.4. 5.38.2. 5.60.1. 5.68.3. Ibid. bis. in the same place twice 6.21.2. 6.43.1. 7.1.2. 7.75.5, 7.82.3. 8.19.3. 8.20.1. 8.22.2. 8.23.1. 8.24.6. 8.30.2. 8.44.2. 8.61.2. 8.62.2. 8.102.2.

Translations

four

Aari: ʔoydí; Abaza: пщба; Abkhaz: ԥшьба, ҧшьба; Abon: bine; Acehnese: peuët; Adyghe: плӏы; Afar: feréy; Afrikaans: vier; Aghwan: 𐔱𐔼𐕗; Ahom: 𑜏𑜣; Ainu: イネ; Akan: anan, anang; Aklanon: ap-at; Albanian: katër; Aleut Attu: siching; Eastern: sichin; Alutiiq: staaman; Amharic: አራት); Apache Western Apache: dį́į́'i; Arabic: أَرْبَعَة); Aragonese: quatre, quatro; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܐܲܪܒܥܵܐ, ܐܲܪܒܲܥ; Classical Syriac: ܐܪܒܥܐ, ܐܪܒܥ; Jewish Babylonian Aramaic: אַרְבְְּעָא, אַרְבַּע; Western Neo-Aramaic: ܐܪܒ݆ܥܐ, ܐܪܒ݆ܥ; Archi: ебкъ; Argobba: አርቢት; Armenian: չորս; Aromanian: patru; Assamese: চাৰি; Asturian: cuatro; Atong: byryi; Avar: ункъо, ункъго; Aymara: pusi; Azerbaijani: dörd; Balinese: patpat, empat; Banjarese: ampat; Bashkir: дүрт; Basque: lau; Bassa: hĩinyɛ; Bay Miwok: huya; Belarusian: чатыры, чацвёра; Bengali: চার; Biatah Bidayuh: pat; Big Nambas: iv'a; Bikol Central: apat; Bislama: fo; Bouyei: sis; Breton: pevar, peder; Brunei Malay: ampat; Budukh: йукьуд; Buginese: eppa; Bulgarian: четири; Burmese: လေး); Buryat: дүрбэн; Calamian Tagbanwa: epat; Carpathian Rusyn: штири; Casiguran Dumagat Agta: epat; Catalan: quatre; Cebuano: upat; Cemuhî: paa; Central Atlas Tamazight: ⴽⴽⵓⵥ; Central Bontoc: epat; Central Dusun: apat; Central Sierra Miwok: ˀój·is·a-; Chakma: 𑄬𑄌𑄃𑄨𑄢𑄴, 𑄺; Chamicuro: ma'pojtamala; Chechen: диъ; Chepang: प्‍लय्; Cherokee: ᏅᎩ; Chichewa: nayi; Chinese Cantonese: 四; Dungan: сы; Eastern Min: 四; Hakka: 四; Hokkien: 四; Literary Chinese: 亖; Mandarin: 四; Teochew: 四; Wu: 四; Chinook Jargon: lakit; Chukchi: ӈыраӄ; Chuukese: ruanu, föchö, fömön; Chuvash: тӑваттӑ; Cornish: peswar, peder; Corsican: quattru; Cowlitz: mús; Cree: newo; Crimean Tatar: dört; Czech: čtyři, čtvery; Danish: fire; Dena'ina: dink'i; Dhivehi: ޖަތަރު; Dolgan: түөрт; Drung: vbli; Dutch: vier; Dzongkha: བཞི; Eastern Cham: ꨛꨩꩀ; Eastern Mari: нылыт; Embaloh: ampat; Erzya: ниле; Esperanto: kvar; Estonian: neli; Even: дигэн; Evenki: дыгин; Extremaduran: cuatru; Faroese: fýra; Fataluku: fate; Fijian: va; Finnish: neljä; Forest Enets: тԑт; Forest Nenets: чеʼт; French: quatre; Friulian: cuatri; Ga: ejwɛ; Galician: catro; Garifuna: gádürü; Ge'ez: አርባዕቱ, አርባዕ); Georgian: ოთხი; German: vier; Alemannic German: vier; Gilbertese: aua; Gothic: 𐍆𐌹𐌳𐍅𐍉𐍂; Greek: τέσσερα, δ΄; Ancient Greek: Αἴολος, δ΄, Δ, δικαιοσύνη, τέσσαρα, τέσσαρες, τέσσερα, τέσσερες, τέτορες, τέτταρες, τέττορες; Greenlandic: sisamat; Guaraní: irundy; Gujarati: ચાર; Hadza: bone and inflections; Haitian Creole: kat; Hanunoo: upat, ᜢᜩ; Hausa: huɗu; Hawaiian: hā, ʻehā; Hebrew: אַרְבַּע, אַרְבָּעָה; Higaonon: ha-apat; Hiligaynon: apat; Hindi: चार, चतुर, चहार; Hiri Motu: hani; Hlai: caus; Hopi: naalöyöʼ; Hungarian: négy; Hunsrik: fier; Iban: empat, pat; Ibanag: appat; Icelandic: fjórir, fjórar, fjögur; Icelandic Sign Language: 4@Side-PalmBackFingerUp; Ido: quar; Igbo: anọ; Ilocano: uppat; Indonesian: empat; Ingrian: neljä; Interlingua: quatro; Iranun: pat; Irish: ceathair, ceithre; Old Irish: cethair; Isnag: appat; Istriot: quatro, quattro; Istro-Romanian: påtru; Italian: quattro; Itawit: appat; Iu Mien: biei; Japanese: 四, 四つ; Jarai: pă; Javanese: papat, pat; Jurchen: duwin; Kabardian: плӏы; Kabuverdianu: kuátu; Kalmyk: дөрвн; Kannada: ನಾಲ್ಕು); Kanuri: dege; Karachay-Balkar: тёрт; Karaim: diort'; Karakhanid: تُورْتْ; Karelian: nelʹlʹä; Karo Batak: empat; Kashubian: sztërë; Kaurna: yarapurla; Kazakh: төрт; Khakas: тӧрт; Khmer: បួន); Kinaray-a: apat; Komi-Permyak: нёль; Komi-Zyrian: нёль; Kongo: yiya; Korean: 넷, 네, 사(四); Kumyk: дёрт; Kurdish Central Kurdish: چوار; Northern Kurdish: çar; Kven: nelje; Kyrgyz: төрт; Ladin: cater; Lakota: tópa; Lao: ສີ່); Latgalian: četri, četrys; Latin: quattuor; Latvian: četri, četras; Laz: ოთხო; Lenape Unami: newa; Lezgi: кьуд; Ligurian: quàttro; Lingala: mínei; Lithuanian: keturi, keturios; Livonian: nēļa; Lombard: cuàter; Louisiana Creole French: kat; Low German Dutch Low Saxon: veer; German Low German: veer; Lü: ᦉᦲᧈ; Lun Bawang: afaat; Lusitanian: petranioi; Luxembourgish: véier; Macedonian: четири; Madurese: empaʔ, empak; Maguindanao: pat; Makasar: appaʔ; Malay Jawi: امڤت, ڤت, چاتور; Rumi: empat, pat, catur; Malayalam: നാലു, നാല്; Maltese: erbgħa; Manchu: ᡩᡠᡳᠨ; Mandar: appeʔ; Mangarevan: ha; Mansaka: opat; Manx: kiare; Maori: whā; Maranao: pat; Marathi: चार; Maricopa: tcumpopk; Marshallese: emān; Mauritian Creole: kat; Mazanderani: چار; Megleno-Romanian: patru; Middle English: four; Minangkabau: ampeʔ, ampek; Mingrelian: ოთხი; Mirandese: quatro; Mizo: pa-li; Mòcheno: viar; Moksha: ниле; Mon: ပန်; Mongolian Cyrillic: дөрөв; Mongolian: ᠳᠥᠷᠪᠡ, Montagnais: neu; Motu: hani; Mulam: ti⁵; Muna: paa; Muong: pổn; Nahuatl: nahui; Nama: haka; Nanai: дуин; Nauruan: aeoq; Navajo: dį́į́ʼ; Negidal: диғин; Nepali: चार; Newar: पी; Ngazidja Comorian: -ne; Nias: õfa; Niuean: fa, fā; Nivkh: нырӈ; North Frisian Föhr-Amrum: fjauer; Helgoland: schtjuur; Mooring: fjouer; Sylt: fjuur; Northern Khanty: няԯ; Northern Mansi: нила; Northern Ohlone: uṯit; Northern Thai: ᩈᩦ᩵; Norwegian: fire; Nuosu: ꇖ; O'odham: giʼik; Occitan: quatre; Odia: ଚାରି; Ojibwe: niiwin; Okinawan: 四, 四ち; Old Church Slavonic Cyrillic: четꙑре; Old English: feower; Old Frisian: fiūwer; Old Japanese: 四; Old Javanese: pat; Old Norse: fjórir; Old Turkic: 𐱅𐰇𐰼𐱅; Oromo: afur; Oscan: 𐌐𐌄𐌕𐌖𐌓𐌀; Ossetian: цыппар; Ottoman Turkish: درت; Pa'o Karen: လစ်ꩻ; Pacoh: poan; Paicî: êrêpëpé; Palawan Batak: epat; Pamona: opo; Papiamentu: kuater; Pashto: څلور; Pennsylvania German: fiah, fierra, vier; Persian: چهار; Piedmontese: quatr; Pijin: foa; Pipil: nawi, nahui; Polish: cztery, czworo; Portuguese: quatro; Punjabi: ਚਾਰ); Purepecha: t'ámu; Quechua: tawa, cusku; Rapa Nui: ha; Rarotongan: ā; Rohingya: sair; Romagnol: cvàtar; Romani: śtar; Kalo Finnish Romani: staar; Romanian: patru; Romansch: quatter, quater; Russian: четыре; S'gaw Karen: လွံၢ်; Saho: afar; Sami Inari: nelji; Northern: njeallje; Skolt: nellj; Southern: njieljie; Samoan: fā; Samogitian: ketori; Sangir: epaʔ; Sango: osïö; Sanskrit: चतुर्; Santali: ᱯᱳᱱ, ᱯᱩᱱ; Sarcee: diitc'íí; Sardinian: batero, baturu, bàtoro, batro, quatru; Campidanese: cuattru; Logudorese: báttor; Sasak: empat; Saterland Frisian: fjauer; Scots: fower; Scottish Gaelic: ceithir, ceathrar; Serbo-Croatian Cyrillic: чѐтири; Roman: čètiri; Seychellois Creole: kat; Shan: သီႇ; Sherpa: བཞི; Shor: тӧрт; Sicilian: quattru; Sidamo: shoole; Sikkimese: ཞི; Silesian: štyry; Simeulue: at; Sindhi: چار; Sinhalese: හතර; Slovak: štyri, štyria anim, štvoro; Slovene: štírje, štíri; Slovincian: sztérzë; Solon: diḡing; Somali: afar; Sorbian Lower Sorbian: styri; Upper Sorbian: štyrjo, štyri or; South Efate: ipat; Southern Altai: тӧрт; Southern Ohlone: utsit; Spanish: cuatro; Sranan Tongo: fo; Sukuma: ine; Sundanese: opat; Swahili: nne; Swazi: ne; Swedish: fyra; Tabasaran: юкьуб; Tagalog: apat; Tahitian: māha, maha; Tai Dam: ꪎꪲ꪿; Tai Laing: ꩬီ; Tai Nüa: ᥔᥤᥱ; Tajik: чор; Talysh: ço; Tamil: நான்கு); Tangut: 𗥃; Taos: wíaną; Tarantino: quatte; Tashelhit: koz, kozt; Tat: çar; Tatar: дүрт; Tausug: upat; Tboli: fat; Tedim Chin: li; Telugu: నాలుగు); Ternate: raha; Tetum: haat; Thai: สี่); Tibetan: བཞི); Tidore: raha; Tigre: አርበዕ); Tigrinya: ኣርባዕተ); Timugon Murut: apat; Tiruray: efot; Toba Batak: opat; Tocharian A: śtwar; Tocharian B: śtwer; Tok Pisin: fopela; Tontemboan: epat; Tooro: -na, ina; Tumbuka: nayi; Tundra Nenets: тет; Tupinambá: irundyk, oîoîrundyk; Turkish: dört; Turkmen: dört; Tuvaluan: fa; Tuvan: дөрт; Tuwali Ifugao: opát; Tz'utujil: kikhi; Udmurt: ньыль; Ukrainian: чотири, четверо; Uma: opoʔ; Umbrian: 𐌐𐌄𐌕𐌖𐌓; Urdu: چار; Uyghur: تۆت; Uzbek: toʻrt; Venetian: quatro; Veps: nel'l'; Vietnamese: bốn; Vilamovian: fiyr; Volapük: fol; Võro: nelli; Votic: nelʹlʹe; Vurës: nivet; Walloon: cwate; Waray-Waray: upat; Welsh: pedwar, pedair; West Coast Bajau: empat; West Frisian: fjouwer; West Makian: fati; Western Bukidnon Manobo: upat; Western Cham: ڤآء; Western Kayah: ꤜꤝꤟꤤ꤭; White Hmong: plaub; Winnebago: joop; Wiradjuri: bula bula; Wolio: apa; Wolof: ñeent; Wutunhua: se; Xârâcùù: kêrêfuè; Xhosa: ne; Yagara: budela-budela, burla burla; Yagnobi: туфор; Yakan: ampat; Yakkha: ना; Yakut: түөрт; Yámana: kupakunu; Yao: mcheche; Yiddish: פֿיר; Yoruba: mẹ́rin, ẹ̀rin; Yup'ik: cetaman; Zazaki: çexar; Zealandic: vier, viere; Zhuang: seiq; Zou: li; Zulu: ne