τέφρινος

English (LSJ)

η, ον, = τεφρός, χροιή Hp.Anat.1.

German (Pape)

[Seite 1102] = τεφρός, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τέφρῐνος: -η, -ον, = τεφρός, χροιὴ Ἱππ. 914Η.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Α
τεφρός, σταχτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος)].