τέφρωσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, a burning to ashes, Sch.Ar.Nu.771, Dsc.1.86.

German (Pape)

[Seite 1102] ἡ, das zu Asche Brennen (?).

Greek (Liddell-Scott)

τέφρωσις: -εως, (τεφρόω) τὸ τεφροῦν, ἡ μέχρι τέφρας καῦσις, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 773.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, Α τεφρῶ
αποτέφρωση.