τήγανον

English (LSJ)

τηγανόστροφον, v. τάγηνον, ταγηνοστρόφιον.

German (Pape)

[Seite 1105] τό, mit τήκω zusammenhangend, Tiegel, Pfanne zum Schmelzen; com. bei Ath. oft, vgl. Poll. 10, 98; sp. D., wie Bass. 3 (XI, 74), Ep. ad. 471 (Plan. 194). S. τάγηνον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
poêle à frire.
Étymologie: DELG terme techn. sans étym.

Russian (Dvoretsky)

τήγᾰνον: τό Arst., Anth. = τάγηνον.

Greek (Liddell-Scott)

τήγᾰνον: τηγανοστρόφιον, ἴδε τάγηνον, ταγηνοστροφία.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ, και τάγηνον, Α
το τηγάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Αρχικός τ. της λ. είναι ο τ. τάγηνον, από τον οποίο προήλθε ο τ. τήγανον με αντιμετάθεση τών φωνηέντων -α- και -η- κατ' επίδραση τών ονομάτων σε -ανον, που δηλώνουν όργανο (πρβλ. όργανον, πλόκανον)].

Greek Monotonic

τήγᾰνον: βλ. τάγηνον.

Frisk Etymology German

τήγανον: {tḗganon}
See also: s. τάγηνον.
Page 2,890