ταμπούρα

Greek Monolingual

η, Ν
μουσ. λαουτοειδές όργανο με μακρύ βραχίονα χωρίς τάστα, που έχει συνήθως τέσσερεις μεταλλικές χορδές και το οποίο εξασφαλίζει την ισοκρατηματική συνοδεία στην ινδική μουσική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tamboura < περσ. tambūra].