Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ταμπούρα
Greek Monolingual
η, Ν μουσ. λαουτοειδές όργανο με μακρύ βραχίονα χωρίςτάστα, που έχει συνήθωςτέσσερεις μεταλλικές χορδές και το οποίο εξασφαλίζει την ισοκρατηματική συνοδεία στην ινδική μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ.< αγγλ. tamboura< περσ. tambūra].