ταμπούρο
Greek Monolingual
το, Ν
φρ. α) «πλευρικό ταμπούρο»
μουσ. στρατιωτικό και ορχηστικό τύμπανο με εντέρινες, πλαστικές, συρμάτινες ή μεταξωτές σπειρωμένες με σύρμα χορδές τεντωμένες κατά μήκος της κατώτερης μεμβράνης του, οι οποίες δονούνται συμπαθητικά με αυτήν και παράγουν διαπεραστικό, οξύ ήχο
β) «τενόρο ταμπούρο»
μουσ. κυλινδρικό τύμπανο, φαρδύτερο και βαθύτερο από το πλευρικό ταμπούρο, χωρίς συμπαθητικές χορδές
γ) «ταμπούρα τών φρένων»
τεχνολ. είδος φρένων που αποτελούνται από τύμπανο, μέσα στο οποίο βρίσκονται οι σιαγόνες με το υλικό τριβής οι οποίες, καθώς διαστέλλονται μηχανικά ή υδραυλικά, το ακινητοποιούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tambour < αραβ. tambūr < περσ. tabir].