τανυγλώχιν
German (Pape)
[Seite 1067] ινος, ὁ, ἡ, mit langer Spitze; όίστοί Il. 8, 297; Simon, ls. 42 (VII, 443); τρίαινα Opp.
French (Bailly abrégé)
ινος (ὁ, ἡ)
à la pointe allongée.
Étymologie: τανύω, γλωχίς.
Russian (Dvoretsky)
τᾰνυγλώχῑν: ῑνος adj. с длинным острием (ὀϊστοί Hom., Anth.).