ταχεῖα

French (Bailly abrégé)

fém. de ταχύς.

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
βλ. ταχύς.
(II)
η, Ν ζωολ. γένος γαστερόποδων μαλακίων.
Ν
επίρρ. βλ. ταχιά.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχεῖα: f к ταχύς.