τελεοδρόμος

English (LSJ)

τελεοδρόμον, completing the course, AP5.202 (Asclep.).

German (Pape)

[Seite 1085] den Lauf vollendend, Asclpds. 30 (XII, 203).

Russian (Dvoretsky)

τελεοδρόμος: заканчивающий свой бег Anth.

Greek (Liddell-Scott)

τελεοδρόμος: -ον, ὁ συμπληρῶν τὸν δρόμον, τελειώνων αὐτόν, Ἀνθ. Π. 5. 203.

Greek Monolingual

ο, Α
αυτός που συμπληρώνει τον δρόμο, που ολοκληρώνει τη διαδρομή («ἦν γὰρ ἀκέντητος τελεοδρόμος», Ασκληπιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος / τέλεος + δρόμος (πρβλ. εὐθυδρόμος)].