τηλαυγῶς
English (Strong)
adverb from a compound of a derivative of τέλος and αὐγή; in a far-shining manner, i.e. plainly: clearly.
Russian (Dvoretsky)
τηλαυγῶς: ясно, отчетливо (ἀναβλέπειν τι NT): τὸ τηλαυγέστερον ὁρᾶν τι Diod. более ясное восприятие чего-л.
Chinese
原文音譯:thlaugîj 帖而-凹哥士
詞類次數:副詞(1)
原文字根:完成-發光 似的
字義溯源:用顯然-態度,清楚地;由(τέλος)=界限)與(αὐγή)*=光線)組成,而 (τέλος)出自(τελέω)X*=有⋯計劃)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 清楚了(1) 可8:25