τοποτηρώ

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
είμαι τοποτηρητής, εκτελώ καθήκοντα τοποτηρητή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + τηρῶ (πρβλ. καιροτηρώ)].