τοποφύλαξ: [ῠ], -ακος, ὁ, φύλαξ τόπου, Συλλ. Ἐπιγρ. 9546.
-ακος, ὁ, Αφύλακας ενός τόπου.[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + φύλαξ.