τουρμπάνι

Greek Monolingual

το, Ν
1. κάλυμμα του κεφαλιού σε πολλούς μουσουλμανικούς λαούς, πλατιά λωρίδα υφάσματος που τυλίγεται στο κεφάλι, αλλ. σαρίκι
2. το λεπτό βαμβακερό ύφασμα από το οποίο αποτελείται το παραπάνω κάλυμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. turban < τουρκ. tulbend].