τοὐπέκεινα

French (Bailly abrégé)

crase p. τὸ ἐπέκεινα, v. ἐπέκεινα.

Greek Monotonic

τοὐπέκεινα: κράση αντί τὸ ἐπέκεινα.

English (Woodhouse)

(see also: ἐπέκεινα) the parts beyond