τρίτρα

English (LSJ)

τά, three times the amount, Leg.Gort. 1.36, GDI5000 i 18 (Gort.).

Greek Monolingual

τὰ, Α
τριπλάσια ποσότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + επίθημα -τρον (πρβλ. λύτρα)].