η / τρίχωσις, -ώσεως, ΝΜΑ τριχῶ1. έκφυση τριχών, τριχοφυΐα2. τρίχωμανεοελλ.ιατρ. η παρά φύσιν έκφυση τριχών στον βλεννογόνο της ουρήθρας ή της κύστηςμσν.-αρχ.νόσος που προσβάλλει τα βλέφαρα, τριχίασηαρχ.κόμμωση.