τραχήλιον

English (LSJ)

τό, Dim. of τράχηλος, butt-end of a spear, EM732.1, Harp. s.v. στύραξ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
viande du cou, viande de rebut, basse viande.
Étymologie: τράχηλος.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰχήλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τράχηλος, τὸ κάτω τοῦ δόρατος, σαυρωτήρ, στύραξ, Ἐτυμ. Μέγα 732, 1, ἐν λ. στύραξ.

Greek Monolingual

τὸ, Α τράχηλος
(ως υποκορ. του τράχηλος)
1. το κάτω τμήμα ενός δόρατος, ο στύραξ
2. στον πληθ. βλ. τραχήλια.