τραχήλωμα

Greek Monolingual

το, ΝΜ
1. ναυτ. α) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τραχηλώνω
β) συνεκδ. το σύνολο τών σχοινιών που προσδένονται γύρω από τον τράχηλο ιστού ή επιστηλίου
μσν.
προεξοχή που μοιάζει με τράχηλο, γείσο («ἀπάνω εἰς τὸ τραχήλωμαν ἐκούμπησαν τοῦ πύργου», Λίβ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πέπλ-ωμα: πέπλος). Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. < τραχηλώνω και μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].