τραχηλιστῆρος, ὁ, a kind of bandage, Gal.18(1).822.
τρᾰχηλιστήρ: ῆρος, ὁ, εἶδος χειρουργικοῦ ἐπιδέσμου, ἁπλοῦς τραχηλιστὴρ Coc hii Chir. σ. 31, υοζ.
-ῆρος, ὁ, Αείδος χειρουργικού επιδέσμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχηλίζω + κατάλ. -τήρ].