τρόπηξ
English (LSJ)
ηκος, ὁ, the handle of an oar, an oar, Hsch.; cf. τράφηξ.
German (Pape)
[Seite 1152] ηκος, ὁ, der Rudergriff, das Ruder, VLL., s. τράπηξ, τράφηξ.
Greek (Liddell-Scott)
τρόπηξ: ηκος, ὁ, ἡ λαβὴ κώπης, κώπη, «μέρος τῆς κώπης ὁ τρόπηξ, οὗ ἐπιλαμβάνονται οἱ ἐρέσσοντες· ὥστε ἀπὸ μέρους τὴν κώπην» Ἡσύχ., πρβλ. τράπηξ. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΕ΄, σ. 214.
Greek Monolingual
-ηκος, ἡ, Α
1. η λαβή του κουπιού
2. συνεκδ. το κουπί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τράφηξ.