τσεκ

Greek Monolingual

(I)
άκλ. και τσέκι το, Ν
τραπεζική επιταγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. check].
(II)
το, Ν
1. μετρολ. μονάδα μήκους του Χονγκ-Κονγκ ισοδύναμη με 37,15 εκατοστόμετρα.