-έως, ὁ, hollow drum, barrel, Hero *Mens.13.
-έως, ὁ, Ατο κοίλο τμήμα τυμπάνου ή βαρελιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + κατάλ. -εύς (πρβλ. χυτρεύς)].