τυμπανοπλαστική

Greek Monolingual

και τυμπανοπλαστία, η, Ν
ιατρ.
επανορθωτική μικροχειρουργική επέμβαση σε ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία του τυμπανοοσταριακού συστήματος, αλλ. τυμπανοπλαστία.