τυμπανώδης

English (LSJ)

τυμπανῶδες, drumlike, drum-like, as of a drum, ἦχος Sor.2.31,37; v. τυμπανοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπᾰνώδης: τυμπανῶδες, συνῃρ. ἀντὶ τυμπανοειδής, Σωραν. περὶ Γυνακ. Παθ. 273Α, 287D.

Greek Monolingual

τυμπανῶδες, Α τύμπανον, τυμπανοειδής.

German (Pape)

ες, zusammengezogen statt τυμπανοειδής.