τυρβώδης
Greek Monolingual
-ες, Ν
1. στροβιλώδης
2. φρ. «τυρβώδης ροή»
φυσ. βλ. ροή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. turbulent, -e].
-ες, Ν
1. στροβιλώδης
2. φρ. «τυρβώδης ροή»
φυσ. βλ. ροή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. turbulent, -e].