τύμπανο

Greek Monolingual

το / τύμπανον, ΝΜΑ, και τούμπανο Ν, και ποιητ. τ. τύπανον Α
(στην αρχαιότητα σε χρήση κυρίως κατά τη λατρεία της Κυβέλης και του Βάκχου)
1. είδος κρουστού μουσικού οργάνου που αποτελείται από ξύλινο ή μεταλλικό κυλινδρικό κιβώτιο το οποίο έχει στη μία ή και στις δύο πλευρές του καλά τεντωμένο δέρμα και το οποίο, όταν κρούεται με πλήκτρο ή με το χέρι, παράγει βαρύ ήχο, το ταμπούρλο
2. (κατ' επέκτ.) καθετί όμοιο ως προς το σχήμα με το παραπάνω όργανο, όπως: α) τριγωνική επιφάνεια αετώματος με επιγραφές ή ανάγλυφα
β) συνεκδ. το αέτωμα
γ) τετράγωνη σανίδα πόρτας ή θυροφύλλου τοποθετημένη μέσα σε πλαίσιο, κν. σήμερα ταμπλάς
3. ολόσωμος τροχός άμαξας αποτελούμενος από ένα κυλινδρικό τμήμα κορμού δέντρου
νεοελλ.
1. αρχιτ. α) τοίχος κυκλικής, ελλειπτικής ή πολυγωνικής κάτοψης πάνω στον οποίο εδράζεται θόλος
β) (ειδικά) το στήριγμα του τρούλλου στους βυζαντινούς ναούς, που έχει τη μορφή κυλίνδρου εσωτερικά, ενώ εξωτερικά είναι, συνήθως, πολυγωνικό
γ) επίπεδος ή ελαφρά καμπύλος πίνακας στο εσωτερικό έκγλυφου κύκλου ή έκγλυφης κορωνίδας σε έπιπλα κ.ά. κατασκευές, κν. καθρέφτης
2. τεχνολ. κάθε κυλινδρικό σώμα το οποίο μπορεί να χρησιμεύει ως βάση υποδοχής, ως σύνδεσμος ή ως ενδεικτικό όργανο
3. (μηχανολ.) α) το κυλινδρικό σώμα του εμβόλου ατμομηχανής το οποίο κινείται παλινδρομικά μέσα στον κύλινδρό της
β) υδραυλική συσκευή αποτελούμενη από κοίλο τροχό που φέρει διαφράγματα και χρησιμοποιείται για την ανύψωση του νερού μέχρι τον άξονά του
4. ναυτ. το εργατόκρανο
5. (τυπογρ.) περιστρεφόμενος κεντρικός κύλινδρος του πιεστηρίου με τον οποίο συμπιέζεται πάνω στην τυπογραφική πλάκα το χαρτί που εκτυπώνεται, κν. καζάνι
6. (υφαντ.) μεγάλος κύλινδρος λαναριστικής ή κλωστικής μηχανής στον οποίο περιελίσσεται, αντίστοιχα, το λαναρισμένο προϊόν ή το νήμα
7. μουσ. μεσαιωνικό βυζαντινό έγχορδο όργανο με ηχείο σε σχήμα τραπεζίου, το οποίο παιζόταν με κρούση πλήκτρων σαν το σαντούρι
8. ανατ. λεπτή, διαφανής και τεντωμένη μεμβράνη που μοιάζει με κυκλικό διάφραγμα και διαχωρίζει τον έξω ακουστικό πόρο από την κοιλότητα του μέσου αφτιού, αλλ. τυμπανικός υμένας
9. φρ. α) «βασκικό τύμπανο»
μουσ. το ντέφι
β) «τύμπανο ορχήστρας»
μουσ. είδος ορχηστρικού τυμπάνου που, αντί για στεφάνη, έχει ημισφαιρικό λέβητα από χαλκό, αλλ. τυμπάνιο
γ) «μαγνητικό τύμπανο»
(πληροφ.) συσκευή μνήμης υπολογιστή αποτελούμενη από μεταλλικό κύλινδρο του οποίου η επιφάνεια καλύπτεται από στρώμα ευαίσθητου υλικού που επιτρέπει τη μαγνητική εγγραφή πληροφοριών
δ) «μετρητικό τύμπανο»
τεχνολ. κύλινδρος μεγάλης διαμέτρου του οποίου η περιφέρεια είναι βαθμονομημένη και επιτρέπει τη μέτρηση περιστροφών ή άλλου, ανηγμένου σε περιστροφές, μεγέθους με άμεση ανάγνωση
ε) «τύμπανο πέδης»
τεχνολ. κυκλικό εξάρτημα στερεωμένο στην πλήμνη τροχού ή σε άτρακτο, πάνω στο οποίο πιέζονται σιαγόνες επενδεδυμένες με υλικό υψηλού συντελεστή τριβής για την επίτευξη της πέδησης
στ) «τύμπανο περιελίξεως»
τεχνολ. εξάρτημα βαρούλκου, πάνω στο οποίο περιελίσσεται στρογγυλό συρματόσχοινο ή σχοινί ή αλυσίδα έτσι ώστε με περιστροφή του να ασκείται έλξη
ζ) «κοιλότητα του τυμπάνου»
ανατ. η κοιλότητα του μέσου αφτιού
η) «χορδή του τυμπάνου»
ανατ. κλάδος του προσωπικού νεύρου που παρέχει γευστικές ίνες για τη γλώσσα και παρασυμπαθητικές ίνες για τον υπογλώσσιο και υπογνάθιο αδένα
θ) «γίνομαι τύμπανο» — φουσκώνω, πρήζομαι
ι) «τον έκανε τύμπανο» — τον έδειρε αλύπητα, τον ξυλοφόρτωσε άγρια
10. παροιμ. «ο κόσμος το 'χει τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι» — λέγεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι αξιόμεμπτες πράξεις ενός ατόμου έχουν γίνει πασίγνωστες, ενώ το στενό περιβάλλον του τίς αγνοεί και το θεωρεί άμεμπτο
αρχ.
1. ονομασία διαφόρων οργάνων βασανισμού ή θανάτωσης
2. (ιδίως) ρόπαλο με το οποίο χτυπούσαν τους καταδικασμένους σε θάνατο
3. το πλήκτρο με το οποίο κρούεται το τύμπανο
4. (γενικά) ράβδος, ματσούκα
5. μτφ. (για ρήτορα) πομπώδης και κενή ομιλία που συνοδεύεται με βίαιες χειρονομίες
6. (μόνον στον τ. τύπανον) α) όστρακο
β) ονομασία οδού
γ) φρ. «ὁ ἀπὸ τοῦ τυπάνου» — παρωνύμιο κάποιου με το όνομα Λυσίμαχος, ο οποίος κατόρθωσε την τελευταία στιγμή να διαφύγει τη θανατική εκτέλεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με την νεώτερη άποψη, πρόκειται για δάνεια λ. σημητικής προέλευσης (πρβλ. αραμ. tuppa, εβρ. top), η οποία έλαβε στην Ελληνική την κατάλ. -ανον, δηλωτική οργάνου (πρβλ. ὄργανον, τρύπανον) και συνδέθηκε παρετυμολογικώς με το ρ. τύπτω. Αντίθετα, στην αρχαιότητα η λ. τύμπανον / τύπανον είχε θεωρηθεί παρ. του ρ. τύπτω σχηματισμένο με κατάλ. -ανον και με έρρινο ένθημα -μ-, το οποίο ερμηνευόταν είτε ως υστερογενές είτε ως στοιχείο ινδοευρωπαϊκής προέλευσης (πρβλ. αρχ. ινδ. pra-stu-m-pati «σπρώχνω με τα κέρατα» < ρίζα steup- τoύ τύπτω). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. tympanum) και στη συνέχεια η Γαλλική (πρβλ. γαλλ. tympan), όπου χρησιμοποιήθηκε ως όρος της ανατομίας και με τη σημ. αυτή εισήχθη στην Ελληνική ως αντιδάνεια. Στη Νέα Ελληνική, τέλος, απαντά και ο τ. τούμπανο, στον οποίο το -υ- διατήρησε την αρχ. προφορά ως /u/ (πρβλ. ξουράφι < ξυράφι).
ΠΑΡ. τυμπανίας, τυμπανίζω, τυμπανικός
αρχ.
τυμπανάριος, τυμπανεύς, τυμπάνιον, τυμπανίτης, τυμπανόεις, τυμπανώδης
αρχ.-μσν.
τυμπανούμαι
(μσν. τυμπανάρης
νεοελλ.
τυμπανιαίος, τυμπανίτιδα, τυμπάνωση.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) τυμπανοειδής
αρχ.
τυμπανόδουπος, τυμπανοτερπής, τυμπανοτρίβης, τυμπανοφορούμαι
μσν.
τυμπανόκρουστος
νεοελλ.
τυμπανοκρούστης, τυμπανομετρία, τυμπανοπλαστική, τυμπανοπληκτροδακτυλία, τυμπανοσκλήρυνση. (Β' συνθετικό) χαλκοτύμπανος/-ο
αρχ.
φρεατοτύμπανος].