τἄλλα

French (Bailly abrégé)

crase att. p. τὰ ἄλλα, v. ἄλλος {moins bon que τἆλλα}.

English (Autenrieth)

see ἄλλος.

Russian (Dvoretsky)

τἄλλα: и τἆλλα in crasi = τὰ ἄλλα.