υγροσαΐτης

Greek Monolingual

ὁ, Μ
(στο Βυζ.) μέτρο υγρών ισοδύναμο με πενήντα ἑκτεῖς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + σαΐτης «μέτρο υγρών»].