υγρόληκτος

Greek Monolingual

και υγρόληχτος, -η, -ο, Ν
γραμμ. (για λέξη) αυτός που το θέμα του έχει χαρακτήρα υγρό σύμφωνο, λ ή ρ, όπως λ.χ. τα ρήματα οφείλ-ω, διαφθείρ-ω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + -ληκτος (< λήγω), πρβλ. συμφωνό-ληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Δ. Ι. Μαυροφρύδη].